- αγχιτερμονώ
- ἀγχιτερμονῶ (-έω) (Μ) [ἀγχιτέρμων]γειτονεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγχιτέρμων — ἀγχιτέρμων ( ονος), ον (Α) αυτός που βρίσκεται κοντά στο τέρμα, στο όριο, ο γείτονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + τέρμα. ΠΑΡ. ἀγχιτερμονῶ] … Dictionary of Greek